- επέσθω
- ἐπέσθω (Α)επεσθίω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑπέσθω — ἕπομαι pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek